ακρότητος

ακρότητος
-η, -ο (Α ἀκρότητος -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος
αρχ.
1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός
2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο παράφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κροτητὸς < κροτῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκρότητος — ἀκρότης highest pitch fem gen sg ἀκρότητος not beaten down masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτήτοις — ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτήτου — ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • неоудьржанъ — (2*) пр. Невоздержанный, необузданный: тако и мы свобожаи(м)сѧ прегрѣшень˫а плоти ѿ землѧ съставлены. иже толма е(с) къ сласте(м) ползъка и неѹдержана. (ἀκροτητος) ГБ XIV, 63г; || очень сильный, непревзойденный: бѣсомъ бѧше служiте(л) х(с)въ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κἀκρότητα — ἀκρότητα , ἀκρότης highest pitch fem acc sg ἀκρότητα , ἀκρότητος not beaten down neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκροτήτων — ἀκρότης highest pitch fem gen pl ἀκρότητος not beaten down masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρότητα — ἀκρότης highest pitch fem acc sg ἀκρότητος not beaten down neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”