- ακρότητος
- -η, -ο (Α ἀκρότητος -ον)νεοελλ.αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβοςαρχ.1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται, ο παράφωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κροτητὸς < κροτῶ].
Dictionary of Greek. 2013.